- δελεάσματα
- δελέασμαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδείκνυμι — και προδεικνύω Α 1. δείχνω κάτι ως παράδειγμα («τὸν ζωστῆρα προδείξαντα» αφού έδειξε τη χρήση τού ζωστήρα, Ηρόδ.) 2. δείχνω εκ τών προτέρων τί πρόκειται να συμβεί 3. εξηγώ κάτι πρώτος («ὅταν προδείξης οἷον ἐστι τὸ φθονεῑν», Σοφ.) 4. καθιστώ εκ… … Dictionary of Greek
δελέασμα — το απάτη, παραπλάνηση: Πρόσεχε τα δελεάσματα των εύκολων υποσχέσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)